Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Θρησκεία - Εκκλησία και πολιτειακή οργάνωση Α΄

Μὲ τὴν ἐπιβολὴν τοῦ Χριστιανισμοῦ ὁ κόσμος ἄλλαξε ῥιζικῶς. Αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ σκοπὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ ἄλλωστε. Συσχετίσεις μὲ τὴν ἀρχαιότητα καὶ μάλιστα τὴν ἑλληνικὴ εἶναι πέρα γιὰ πέρα λαθεμένες. Τὸ παράδειγμα δὲ ἀπὸ τὴν μυθολογία εἶναι κακὴ ἐπιλογὴ γιὰ πολλοὺς λόγους. Οἱ μῦθοι ὅταν εἶναι ἱστορικοί, ἔχουν μυκηναϊκὸ ἢ καὶ παλαιότερο ὑπόβαθρο καὶ τὸ κύριον δὲν εἶναι νὰ διδάξουν ἱστορία. Πρέπει τὰ μυθολογικὰ στοιχεῖα νὰ συγκριθοῦν μὲ τὰ ἀρχαιολογικὰ καὶ μὲ αὐτὰ ἀπὸ ἄλλους κλάδους. Στὴν ἀρχαιότητα δὲν ἔχουμε ἐπιβολὴ θρησκειῶν, ἀφ'οὗ ὅλες ἦταν ἐθνικὲς καὶ τὸν ὁμόθρησκον δὲν διαχωριζόταν ἀπὸ τὸ ὁμόγλωσσον, τὸ ὁμότροπον καὶ τὸ ὅμαιμον. Τὰ συγγενικὰ φῦλα λόγῳ τοῦ ὁμογλώσσου καὶ τοῦ χώρου εἶχαν ἴδια ὀνόματα γιὰ τοὺς θεοὺς καὶ ἐπικοινωνοῦντες ἀλλήλοις δημιουργοῦν καὶ τὸ ὁμότροπον. Αὐτὲς οἱ ἀλληλεπιδράσεις συμβαίνουν καθ'ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς ἱστορίας. Οἱ βασιλῆς ἢ καλύτερον οἱ ἄνακτες βάσιζαν τὴν ἐξουσία τους στὴν πολεμικὴν ἰσχύν τους, εἴτε τὴν ἀνεγνώριζαν οἱ ἄλλοι εἴτε ὑπερισχυόμενοι.

Πηγή

Θρησκεία - Εκκλησία και πολιτειακή οργάνωση


Από την ελληνική αρχαιότητα και μετά με την επικράτηση του Xριστιανισμού ήταν θεμέλιο της πολιτειακής οργάνωσης και ιδεολογικό θεμέλιο στήριξης της εκάστοτε εξουσίας

Η θρησκεία, αποτέλεσε από τη μακρινή ελληνική αρχαιότητα και εν συνεχεία με την επικράτηση του Xριστιανισμού θεμέλιο της πολιτειακής οργάνωσης, ενοποιητικό στοιχείο των πολιτών, και ιδεολογικό θεμέλιο στήριξης της εκάστοτε εξουσίας. Στον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό κόσμο, η θρησκεία αποτέλεσε μηχανισμό κοινωνικής και πολιτικής ενσωμάτωσης. Ως τέτοια, η θρησκεία ανάγεται σε υποχρέωση πολιτική με την έννοια του θείου, του ιερού. Η πόλη, π.χ. των Θηβών υποφέρει γιατί ο Οιδίποδας παρέβηκε το θείο νόμο.

Με την εμφάνιση του Xριστιανισμού, ο ρόλος της εξουσίας θεωρήθηκε λειτούργημα εκ Θεού, και υπό αυτή την έννοια καθήκον των πολιτών η υποταγή στη εκάστοτε εξουσία. Πράγμα που αποτέλεσε και βασική δογματική αρχή του πολιτεύματος της Εκκλησίας.

O Απόστολος Παύλος στην περίφημη προς Ρωμαίους επιστολή του διακήρυξε: «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. ου γαρ εστιν εξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ· αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν. … ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν…» (Τρεμπέλας Π., 1993: 648-649). Η διακήρυξη αυτή αποτέλεσε τον πυρήνα της πολιτικής ανεθνικής θεολογίας του Xριστιανισμού. Στο πλαίσιο της δογματικής αυτής αρχής, ως πιστεύεται από τις σχετικές με την Εκκλησία προσεγγίσεις, «κάθε πολιτική εξουσία είναι τεταγμένη από το Θεό και ασκεί το έργο της κατά θεία παραχώρηση… εξυπηρετεί το δημιουργικό σχέδιο του Θεού, είναι η ίδια ιερή λειτουργία» (Παναγόπουλος Ι., 1982:27).

Σε αυτή τη θρησκευτική βάση, αποστολή της Εκκλησίας αποτέλεσε η σωτηρία του κόσμου ανεξάρτητα από επίγειες διακρίσεις έθνους, φυλής, τάξης κ.λπ. Οικουμενικό ιδανικό το οποίο υπηρέτησε αντιτασσόμενη σε κάθε τέτοιου είδους διακρίσεις αλλά και διατηρώντας ως δογματική επιταγή στάση νομιμοφροσύνης στην εκάστοτε εξουσία, υπερασπιζόμενη υπό αυτή την θεμελιώδη αρχή αναπόφευκτα το υπάρχον στάτους κβο. Αντιλαμβανόμενη τον κόσμο και την αποστολή της υπό αυτό το ανεθνικό, οικουμενικό πρίσμα, ακολούθησε ως δογματική επιταγή γραμμή υποταγής και νομιμοφροσύνης στην εκάστοτε υπερέχουσα εξουσία.

Τη γραμμή αυτή ακολούθησε ακόμα και στις σχέσεις της με αλλόθρησκα και εξ ορισμού αντίθετα με το Χριστιανισμό καθεστώτα, όπως έδειξε η περίπτωση της λειτουργίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας υπό το ζυγό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Υπό το ίδιο μάλιστα δογματικό πρίσμα, η Εκκλησία αντιστρατεύτηκε την αρχή των Εθνικοτήτων και τα δικαιώματα αυτοδιάθεσης των λαών, τα οποία προέκυψαν από τις ιδεολογικές ζυμώσεις των αρχών του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Πράγμα που, σε ό,τι αφορά την ελληνική περίπτωση, είναι λίγο πολύ γνωστό, από τον περίφημο αφορισμό της Φιλικής Εταιρείας και των πρωτεργατών της Επανάστασης του 1821 από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε'. Ενέργεια, που, ας σημειωθεί εδώ, έχει αιτιολογηθεί, από κύκλους προσκείμενους στην Εκκλησία ότι επρόκειτο για «διπλωματικό φαναριώτικο ελιγμό· ότι ο πατριάρχης άλλα επίστευε και άλλα έγραφε». (Ζήσης Θ., 2015). Αιτιολογία, που μπορούμε να πούμε επιβεβαιώνει την ισχύ του προαναφερόμενου δογματικού κανόνα.

Η σχετική φιλολογία για το ρόλο της θρησκείας στην πολιτειακή οργάνωση και το εθνικό ζήτημα και τη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε αυτά, στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο και ειδικά στην ελληνική περίπτωση είναι ιδιαίτερα εκτενής. Για να κατανοηθεί ως σε ένα βαθμό είναι σκόπιμο να αναφερθούμε εδώ σε ορισμένες πηγές και προσεγγίσεις σε διάφορα επίμαχα σημεία.

Ι. Πολιτικές συνέπειες της επικράτησης του Χριστιανισμού

Η αναγνώριση και η ανακήρυξη του Χριστιανισμού σε επίσημη θρησκεία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, είχε, ως έχει παρατηρηθεί δύο βασικές συνέπειες. «Η θρησκευτική οργάνωση εντάσσεται στo πλαίσιo της διοικητικής οργάνωσης της εγκόσμιας εξουσίας». Από την άλλη, είχε ως συνέπεια τη δημοσιοποίηση της θρησκείας και τη λειτουργία της ως παράγοντα, ως συντελεστού κοινωνικής ενσωμάτωσης και συλλογικής ταυτότητας στην ενιαία εγκόσμια αυτοκρατορική τάξη. Η θρησκεία αποτελεί πολιτική αρχή οργάνωσης του αυτοκρατορικού πολιτεύματος. «Η αμφισβήτηση του δόγματος ανάγεται σε αίρεση και η αίρεση σε έκφραση πολιτικής ανυπακοής» (Τσαούσης Γ. Δ., 1991:221).

Όλες οι σχετικές παρατηρήσεις και αναλύσεις, φαίνεται να οδηγούν, κατά τον Τσαούση στο ίδιο συμπέρασμα για τη σχέση θρησκείας και πολιτικής και τη σημασία της στην κοινωνική οργάνωση. «Όπου η κοινωνική οργάνωση παίρνει τη μορφή δύο ομόκεντρων κύκλων, ενός πολιτικού και ενός θρησκευτικού, η θρησκεία ανάγεται σε στοιχείο κοινωνικής ενσωμάτωσης και συλλογικής ταυτότητας. Αυτό συμβαίνει κατ` εξοχήν στις θεοκρατικές κοινωνίες… » (ο.π.).

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Χριστιανισμός όχι μόνο διακήρυξε την ιερότητα της πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας αλλά και συνέβαλε στη θεωρητική θεμελίωση σύζευξής τους, της στήριξης της μίας στην άλλη με την πολιτική θεολογία των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας (Μ. Αθανασίου, Μ. Βασιλείου, Μ. Χρυσοστόμου). Πολιτική θεολογία που έθεσε τις βάσεις του λεγόμενου συστήματος της «βυζαντινής συναλληλίας», υποστηρίζοντας την ανάγκη συνεργασίας και συμφωνίας των δύο εξουσιών για το συμφέρον του λαού (Εγκ. «Το Βήμα - Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα», 1996, τόμος 61:296). Η βυζαντινή αυτή παράδοση για την ιερότητα της πολιτικής και της εκκλησιαστικής εξουσίας καθιερώθηκε θεσμικά με αυτοκρατορικό διάταγμα επί Ιουστινιανού το 535 μ. Χ. (με την Στ` Νεαρά)


Η συνεπής αυτή παραδοχή του Χριστιανισμού ότι ο Θεός είναι πηγή όλων των εξουσιών οι οποίες ασκούνται στον κόσμο, όπως το έθεσε προς τους Ρωμαίους επιστολή του ο Παύλος, «προσδιόριζε», ως έχει λεχθεί, «όχι μόνο την αναγκαιότητα αλλά και την ιδιαιτερότητα της αποστολής των δύο εξουσιών, γι` αυτό και αποκλειόταν τόσο η σύγχυση (θεοκρατία) όσο και ο χωρισμός από την άσκησή τους από τους συγκεκριμένους θεσμικούς φορείς του κράτους και της Εκκλησίας» (ο.π.). Ωστόσο, αυτό έστεκε μόνο σε θεωρητικό επίπεδο. Στην πράξη, αποδείχτηκε συχνά με δραματικό τρόπο το αντίθετο. Από το 314 μ.Χ. και εφεξής ως αναφέρουν οι σχετικές πηγές, οι εκκλησιαστικές ποινές (όπως οι αφορισμοί) εκτελούνταν και από την Πολιτεία με ποινή εξορίας (ο.π.:270). Στην πράξη, οι δύο εξουσίες όντας παράλληλες και συγχεόμενες θα συμπλέκονται με συναρμοδιότητες και επικαλύψεις. Το ίδιο θα παρατηρηθεί και επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παρά το ασυμβίβαστο της Ορθοδοξίας με το Ισλάμ, αλλά ιδίως με την στρατοκρατική ληστρική υφή της οθωμανικής εξουσίας που, ως έχει παρατηρηθεί, συχνά αντιστρεφόταν και τους ίδιους τους νόμους του Ισλάμ, εντούτοις η Ορθόδοξη Εκκλησία θα συμπλεχτεί μοιραζόμενη συναρμοδιότητες με την οθωμανική εξουσία. Η Εκκλησία θα καταλήξει να αναλάβει, «κατ` αναλογία του Ισλάμ και λειτουργίες του κράτους ή της κοσμικής κοινότητας» (Σαρρής Ν., 1990, τόμος ΙΙ: 374). Αποτέλεσμα της σύμπραξης αυτής ήταν η ακολουθητέα γραμμή νομιμοφροσύνης της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην οθωμανική εξουσία, και η αποτροπή κάθε αντιεξουσιαστικής κίνησης που μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το οθωμανικό καθεστώς από την μεριά των ελληνικών και άλλων χριστιανικών πληθυσμών που εκπροσωπούσε συνολικά, με επικεφαλής τον εκάστοτε Πατριάρχη ως «εθνάρχη» όλων των χριστιανών.

ΙΙ. Η Χριστιανική παράδοση, τα μεταρρυθμιστικά ρεύματα και τα σοσιαλιστικά κινήματα

Βεβαίως, ο Xριστιανισμός δεν αποτέλεσε μόνο ένα σύστημα θρησκευτικών και εξουσιαστικών πεποιθήσεων. Δημιούργησε έναν ολόκληρο πολιτισμό, μια ορισμένη παράδοση με άξονες τις αναζητήσεις και τις διαφωνίες για την ουσία του Xριστιανισμού, όσο και τις επιδιώξεις εκείνων που επιχείρησαν να αλλάξουν σε σοσιαλιστική κατεύθυνση τον κόσμο, συνδυάζοντας τους στόχους του σοσιαλισμού με τις θρησκευτικές και ηθικές αρχές του Χριστιανισμού.

Ο Xριστιανισμός, ως έχει λεχθεί, «υπήρξε μια πολιτισμική παράδοση στο βαθμό που υπήρξε μια παράδοση πίστης» (Εγκ. «Το Βήμα - Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα», 1996, τόμος 61:265). Καθώς γινόταν όλο και πιο σύνθετος, εμφανίστηκαν διάφορα διιστάμενα μεταρρυθμιστικά ρεύματα που επιδίωκαν την επιστροφή σε αυτό που πίστευαν ότι ήταν η αρχική πίστη, από τα οποία προήλθαν οι μεταρρυθμιστές του ύστερου Μεσαίωνα και το γνωστό σχίσμα της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία του 11ου μ. Χ. αιώνα. Με βάση τις υφιστάμενες διαφωνίες, επήλθε η διαίρεση του δυτικού Χριστιανισμού με την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση, εμφανίστηκαν οι Λουθηριανοί, οι Μεταρρυθμισμένοι, οι Αναβαπτιστές, οι Κουάκεροι, κ.ά., καταλήγοντας στις μέρες μας σ` έναν εκπληκτικά μεγάλο αριθμό χωριστών χριστιανικών Εκκλησιών, αιρέσεων και ομολογιών, που φέρεται να φτάνει σε χιλιάδες (ο.π.: 264).

Με τα δεδομένα αυτά, η χριστιανική παράδοση πίστης εμφανίζεται κατακερματισμένη σε πολλές Εκκλησίες, αιρέσεις και ομολογίες με πολυάριθμους πιστούς, καθώς ο Χριστιανισμός δεν άφησε σχεδόν ανεπηρέαστο κανένα έθνος, και παρουσιάζεται να ανήκουν στις διάφορες Εκκλησίες, αιρέσεις και ομολογίες του συνολικά πάνω από 1.000.000.000 πιστοί. (ο.π.).

Από την άλλη, πολλοί ήταν εκείνοι που προσπάθησαν να δώσουν θρησκευτική κατεύθυνση στον σοσιαλισμό, με βάση τις θρησκευτικές και ηθικές αρχές του Χριστιανισμού. Άλλοι, ασπαζόμενοι της ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού, στράφηκαν εναντίον της Εκκλησίας, ενώ άλλοι, όπως ο Μαρξ και ο Λένιν, αντιλήφθηκαν την χριστιανική θρησκεία, ως «λαθεμένη ιδεολογία», και επιβεβλημένη την καταπολέμησή της με ιδεολογικά όπλα τον Τύπο και το λόγο.

Ο Xριστιανισμός ενέπνευσε έτσι αρκετούς σοσιαλιστές των μέσων του 19ου αιώνα, οι οποίοι αποσκοπούσαν στην εφαρμογή των κοινωνικών αρχών του Xριστιανισμού στη βιομηχανική κοινωνία της εποχής εκείνης. Ως σπουδαιότεροι εξ αυτών μπορούν να θεωρηθούν ο Γάλλος φιλόσοφος Ανρί ντε Σαιν-Σιμόν, ο οποίος είχε ταχθεί υπέρ της ιδέας ενός «νέου Χριστιανισμού», ο οποίος όφειλε πρωτίστως να προστατέψει τις φτωχότερες τάξεις. Οι οπαδοί αυτού το χριστιανικού σοσιαλιστικού ρεύματος θεωρούσαν ότι μέσο της κοινωνικής ανάπτυξης θα έπρεπε να είναι το πνεύμα αλληλεγγύης, με εξάρχουσα δύναμη την θρησκεία, ώστε να καταπολεμηθεί το πνεύμα του εγωισμού και του ανταγωνισμού που κυριαρχούσε στην κοινωνία της εποχής τους. Στο πλαίσιο αυτό, υποστήριζαν μεταξύ των άλλων την κατάργηση των κληρονομικών δικαιωμάτων για να αποδεσμευτεί το κεφάλαιο από τον έλεγχο των συμφεροντολόγων καπιταλιστών, ώστε να περιέλθει στον έλεγχο και στη διάθεση της κοινωνίας. Με τέτοιου είδους μέτρα, οι «σαινσιμονικοί» σοσιαλιστές πίστευαν ότι μπορούσε να τεθεί τέλος στην εκμετάλλευση των φτωχών τάξεων.

Ανάλογες κινήσεις, με τον όρο «χριστιανικός σοσιαλισμός», σημειώθηκαν και στην Αγγλία, από τους Φρέντερικ Ντένισον Μώρις, Τσαρλς Κίνγκσλυ, Τζων Μάλκολμ Λούντλοου, κ.ά., μετά την αποτυχία των κινητοποιήσεων των χαρτιστών για πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στην Αγγλία (κυρίως μεταξύ 1838-1850). Βασικός στόχος των διαφόρων σοσιαλιστικών ομάδων εκείνης της εποχής (έως περίπου και τα 1890) φαίνεται να ήταν να υπερασπιστούν «την γνήσια ανωτερότητα του Βασιλείου του Χριστού έναντι του κόσμου της βιομηχανίας και του εμπορίου», αλλά ως φαίνεται και «τον αληθινό χαρακτήρα του σοσιαλισμού ως της μεγάλης Χριστιανικής Επανάστασης του 19ου αιώνα».

Ο Τζων Μάλκολμ Λούντλοου, κατέκρινε, με δριμύτητα τον συντηρητικό, κοινωνικά, Χριστιανισμό και τον ατομικισμό που χαρακτήριζε την βιομηχανική κοινωνία. Οδηγούμενος από τις θέσεις αυτές και αποδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στο συνεταιριστικό κίνημα, οι οπαδοί του υποστήριζαν, ανάμεσα στα άλλα, ότι ο συνεταιρισμός αίρει τον ανταγωνισμό, και στη βάση αυτή, φέρεται να χρηματοδότησαν αρκετούς μικρούς συνεταιρισμούς. Συνεταιρισμοί, οι οποίοι και προωθούσαν τον συνεταιριστικό έλεγχο των βιομηχανιών και την διανομή των κερδών στους εργάτες. Αργότερα, στις αρχές του 20ου αιώνα, εμφανίστηκε το λεγόμενο Κοινωνικό Ευαγγελικό Κίνημα, ως ένα παρακλάδι του Χριστιανοσοσιαλισμού.

Στις κινήσεις αυτές και στις ψευδαισθήσεις ότι ο Χριστιανισμός μπορούσε να επιβάλει με την υιοθέτηση και την στήριξη των κηρυγμάτων του κοινωνική δικαιοσύνη, επέφερε οριστικό τέλος η άνοδος του μαρξιστικού κινήματος, η οποία και στράφηκε κατά της θρησκείας, θεωρούμενης ως «όπιο του λαού». Υπό την έννοια, που ερμηνεύτηκε από τον Λένιν στο «Σοσιαλισμός και Θρησκεία», (Λένιν Ι. Β., Άπαντα, τόμος 12ος:142-147) ότι αποτελεί μια από τις μορφές πνευματικής καταπίεσης. Επειδή γεννάει αναπόφευκτα την πίστη για μια καλύτερη μετά θάνατον ζωή. Ότι σ` αυτόν που σ' όλη του τη ζωή αν και δουλεύει εντούτοις στερείται, η θρησκεία διδάσκει ταπεινοφροσύνη και υπομονή, παρηγορώντας τον με την ελπίδα της επουράνιας ανταμοιβής. Κι από την άλλη, σε όσους ζουν από ξένη εργασία, από την εκμετάλλευση των εργαζομένων, η θρησκεία διδάσκει ως λύση, καθήκον, και ως μέσον άφεσης αμαρτιών την αγαθοεργία στην επίγεια ζωή, προσφέροντάς τους μια πολύ φτηνή αιτιολόγηση και δικαίωση για την εκμεταλλευτική τους παρουσία και εισφορά, «πουλώντας τους», κατ` αυτόν τον τρόπο, «σε συμφέρουσα τιμή εισιτήρια για την επουράνια μακαριότητα».

Ιδωμένη από την οπτική αυτή, ο Λένιν είχε εισηγηθεί την ανακήρυξη της θρησκείας σε ατομική υπόθεση, τον ολοκληρωτικό χωρισμό της από το κράτος και την καταπολέμηση της με καθαρά ιδεολογικά και μόνο όπλα τον Τύπο και το λόγο.

Στην πορεία, οι ελαστικοί όροι που έθεσε ο Λένιν για την αντιμετώπιση του φαινομένου φαίνεται να αναιρέθηκαν με το θάνατο του, και η εκεί Εκκλησία και οι θρησκευόμενοι να τελούσαν υπό διάφορες μορφές περιορισμών.

Από την άλλη, το αξιοσημείωτο είναι η φιλική προς τη θρησκεία στάση του Κάστρο, προ ολίγων ετών, ο οποίος σε συνέντευξή του σε υποστηρικτή του λεγόμενου κινήματος της «απελευθερωτικής θεολογίας» παρουσιάστηκε να υποστήριξε την άποψη ότι δεν υπάρχει καμιά ασυμβατότητα μεταξύ Χριστιανισμού και μαρξισμού εφόσον και τα δύο ιδεολογικά συστήματα παλεύουν για το τέλος της εκμετάλλευσης, την ισότητα και την αδελφοσύνη. Σχολιάζοντας μάλιστα τη γνωστή φράση του Mαρξ, ότι η θρησκεία είναι το όπιο των λαών, ο Kάστρο φέρεται να τόνισε ότι «η θρησκεία μπορεί να είναι είτε όπιο είτε μια θαυμάσια θεραπεία, ανάλογα με το εάν χρησιμοποιείται για την υπεράσπιση των καταπιεστών ή των καταπιεσμένων» (Φωτόπουλος Τ., 1998) .

Βιβλιογραφία

Βουρνάς Τάσος, «Φιλική Εταιρεία», Εκδ. Αδελφών Τολίδη, Αθήνα, 1982.

Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, Εγκ. «Το Βήμα - Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα», 1989, τ. 61ος, ,Αθήνα.

Ζήσης Θ., 2015, «Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε'», ανάρτηση ιστότοπου Ιερού Ησυχαστηρίου Παντοκράτορος, 11/4/2015.

Λένιν Ι. Β., «Σοσιαλισμός και Θρησκεία», (3/12/ 1905, στο Νοβάγια Ζιζν, Νο. 28.), Λένιν, Άπαντα, τόμος 12, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

Παναγόπουλος Ι., 1982, «Δημοκρατία και Ελληνική Ορθοδοξία», εκδ. Στεφ. Βασιλόπουλος, Αθήνα.

Σαρρής Ν., 1990, «Οσμανική Πραγματικότητα», τόμος ΙΙ, εκδ. Αρσενίδης, Αθήνα

Τρεμπέλας Π., 1993, «Καινή Διαθήκη», εκδ. Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα.

Τσαούσης Γ.Δ., 1991, «Η Κοινωνία μας», εκδ. Gutenberg, Αθήνα.

Φωτόπουλος Τ., 1998, «Θρησκεία και Σοσιαλισμός», εφημ. 'Ελευθεροτυπία', 31/1/1998

Σημειώσεις

1. Σε ελεύθερη μετάφραση: Κάθε ψυχή ας υποτάσσεται στις εξουσίες που υπερέχουν. Γιατί δεν υπάρχει εξουσία παρά μόνο από το Θεό... αυτός που αντιτάσσεται στην εξουσία έχει αντισταθεί στη διαταγή του Θεού.

2. Σύμφωνα με το κείμενο του αφορισμού: «… Ως παραβάται… των θείων νόμων και κανονικών διατάξεων… αφωρισμένοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και μετά θάνατον άλυτοι και τω αιωνίω υπόδικοι αναθέματι…» (βλ. σχετικό κείμενο στο Βουρνάς Τ., 1982: 134-13)

3. Πρόκειται για συνέντευξη του Κάστρο στην εφημερίδα. «Guardian Weekly», 4/1/1998. Βλ.. λεπτομέρειες εν λόγω συνέντευξης και άλλα σχετικά στο Φωτόπουλος Τ., 1998.

*Ο Βασίλης Τσαπαλιάρης διατηρεί προσωπικό ιστολόγιο στη διεύθυνση: http://btsapway.blogspot.gr