θρησκ-εία , Ion. θρησκ-είη , ἡ, (θρησκεύω)
A.religious worship, cult, ritual, ἡ περὶ τὰ ἱρὰ θ. Hdt.2.18, IG12(5).141.5 (Paros, iii B.C.), J.AJ17.9.3, etc.; “τοῦ Ἀπόλλωνος”SIG801 D (Delph., i A.D.); ἡ περί τινος θ. ib. 867.48 (Ephesus, ii A.D.): pl., rites, Hdt.2.37, D.H.2.63, PGnom. 185 (ii A.D.), Wilcken Chr.72 (iii A.D.).
λατρεία, ἡ (λατρεύω)· 1. μισθωτή υπηρεσία, δουλεία, σε Τραγ. 2. λατρεία τοῦ θεοῦ, θεῶν, υπηρεσία στους θεούς, λατρεία των θεών, σε Πλάτ.
A.the state of a hired labourer, service, A.Pr.966; “ἐπίπονον ἔχειν λ.” S.Tr.830 (lyr.): pl., “οἵας λατρείας ἀνθ᾽ ὅσου ζήλουτρέφει” Id.Aj.503, cf. E.Ph.225 (lyr.), etc.: metaph., the business or duties of life, Plu.2.107c.
2. λ. τοῦ θεοῦ, θεῶν, service to the gods, divine worship, Pl.Ap.23c, Phdr.244e (pl.): abs., LXX Ex.12.25, al.,Ep.Rom.9.4, etc.
Οἱ Ἕλληνες δὲν εἶχαν θρησκεία, ἀλλὰ λατρεία ἔλεγαν διάφοροι χιλιαστὲς αὐτοπαρουσιαζόμενοι ὡς οἱ κατ'ἐξοχὴν γνῶστες τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ χρόνος βεβαίως ἔδειξε τὴν ποιότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ τους.